Δε θα ξανάρθης πια, να μου χαρίσης
απ’ την ωραία ζωή που σε φλογίζει
κάτι, ένα της λουλούδι; Σου γεμίζει
με τόσα την καρδιά και το κορμί.
Δε θάρθης πια, τα χέρια μου να σμίξης
τα παγωμένα, τα εχθρικά μου χέρια;
Πλάι στα δικά σου, μερωμένα ταίρια
δεν τα ζυγώνει πλέον η αφορμή.
Δε θάρθης! …Πώς αργά περνούν οι μέρες.
Κι’ όσο συ φεύγεις, τόσο με σιμώνει
η γνώριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρό με τον κρυφό καημό.
Δε σου περνάει, αλήθεια από τη σκέψη
ότι μπορεί σε μια στιγμή θλιμμένη,
στη μοίρα αυτή που πάντα με προσμένει
να πάω ξανά και δίχως γυρισμό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου