Aκούω τη γλώσσα που λαλούν τα δυο σου χέρια-ω χέρια!
καθώς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στον Πύργο της απελπισιάς κρυμμένα περιστέρια
από μακριά τα ξαγναντώ, σύμβολα ειρηνικά.
Μιλούνε, δε μιλούν; Αχεί βαθιά μέσ’ στην καρδιά μου
χαιρέτισμα ενός ρόδου στους γκρεμούς.
Λάμπουν, δε λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τη ματιά μου,
ανατολή του αυγερινού στους σκοτεινούς χαμούς.
Ξανοίγω την αγνώριστην αγάπη μου κλεισμένη
στο κρίνο των μπλεγμένων σου χεριών
και πλέκω τόνειρο γλυκό. Μη με κοιτάς, πληθαίνει
στη σκοτεινιά το χρυσοφώς των πλάνων αστεριών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου