Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Τίτος Πατρίκιος - Φυλάκιο

Οι τελευταίο φαντάροιπερνάνε βιαστικά.
Στο φυλάκιο της πύλης
έμεινε ανοιχτό το τάβλι
με το παιχνίδι ατέλειωτο.
Τόσον καιρό και δεν έδωσες μια χειραψία.
Μόνο ένα κλεφτό τσιγάρο
ή να μετράς και να ξαναμετράς τους μήνες.
Η αρχή, λέει, είναι να συνηθίσεις τ’ άρβυλα
και το ζεστό νερό μες στο κατακαλόκαιρο.
Και στις χακί κουβέρτες
δεν φαίνονται εύκολα οι λεκέδες.
Απέναντι κάτι σαν καφενείο
αυτοκίνητα γι’ απρόσιτες κατευθύνσεις.
«Κι εκείνος κεί
πήγε και παντρεύτηκε τώρα που απολύεται.»
Στο βάθος κάτι σαν πόλη.
Μες στις χακί στολές τίποτα δεν φαίνεται εύκολα.
Και να μετράς και να ξαναμετράς τα χρόνια.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Κωστής Μοσκώφ: Ο έρωτας δεν ήταν...

Ο έρωτας δεν ήταν για μας γέφυρα∙
τρόμαξες∙
έμεινες μόνη στη σκοτεινή όχθη∙
- και εγώ
σε περιμένω από την εποχή του χαλκού.

Ποιος σήκωσε τα κύματα
και τους ανέμους;
Ποιος γέννησε την ιστορία
δίχως πρόσωπο;
Ποιος σε έριξε
ακόμα ζωντανή μες στους νεκρούς;

Έχω ανάψει την πυρά
να ζεστάνω
τον κόσμο όλο
με την αγάπη μας.

Πότε θα έρθεις;

Κωστής Μοσκώφ: Γδύσου το πουκάμισο των άστρων...

Γδύσου το πουκάμισο των άστρων∙
φόρεσε το θνητό δέρμα σου
να σε πλαγιάσω...

Κωστής Μοσκώφ: Ο έρωτας», είπες...

«Ο έρωτας», είπες,
«αυτός μόνο καρφώνει έξω απ’ τον Καιρό
την Μνήμη»
- φτάνει στην Πάργα των τσιγγάνων,
φτάνει στην Παραμυθιά των ατίθασων
Τσάμηδων,
- φτάνει στους τσόγλανους του Σαββατόβραδου
στα Γιάννενα, στην λίμνη...
«Τα μάτια σου είναι δυο σύννεφα»
- δύο σύννεφα που δεν ξέρουν
πώς να γίνουνε βροχή...

Κωστής Μοσκώφ: Είμαι αυτός που αγαπάω...

«Είμαι αυτός που αγαπάω
και αυτός που αγαπάω
είναι εγώ»
- είπε ο Μανσούρ αλ Χαλάλ, και τον σταυρώσανε...
Περπατούσα στους δέκα γαλαξίες
ανάμεσα σε εμένα και σε Εμένα,
όταν με φώναξες «συ, εγώ»
- και ξάπλωσα στα πόδια σου επτά χιλιετίες...
Είμαι ο Γιαζί Αλ Μπισταμί,
ο Μαβλανά Τζαλλαλουντίν Ρουμί,
ο Ισσάκ της Νινευή,
- είμαι χιλιάδες
από το Στάλινγκραντ και την Καισαριανή,
το Κουτλουμούσι, την Μακρόνησο,
τη Μονή του Σταυρονικήτα
και τον τεκέ των Μπεκτασί δερβίσηδων
στις όχθες του Πηνειού, στο Χασάν Μπαμπά...

Κωστής Μοσκώφ: Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού...

Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
τώρα
δεν με θυμάται πια κανένας
σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο, συ έρωτά μου,
ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα
χτες, για να ξεχάσω
ρούφηξα τον Αλιάκμονα, τον σφοδρό Βαρδάρη
- οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
μείναν ξεροί για χάρη σου.
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ’ αγαπώ.

Κλείτος Κύρου: Κραυγή δέκατη πέμπτη

Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ
Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού

Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πέθαιναν
Στα νοσοκομεία κραύγαζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες
Τρώγαν πικρό ψωμί κάπνιζαν εφημερίδες
Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ’ αυτή τη γη

Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν
Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε
Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη φωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμησή τους

Κλείτος Κύρου: Κυριακή απόγεμα

Παραθαλάσσιο κέντρο
Καρέκλες και τραπέζια ξέχειλα από κόσμο
Μουσική χειροκροτήματα
Ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά
Τα παιδιά τρέχουν
Στη θάλασσα σέρνονται φώτα
Τραγούδια
(Σκέφτεσαι αμέσως Καρυωτάκη)

Στους δρόμους διαβαίνουν κορίτσια
Βραδιάζει
Οι εκδρομείς επιστρέφουν
Με λουλούδια
Με λιοκαμένα πρόσωπα
Χαρούμενοι
(Θλίβεσαι που έχασες μια Κυριακή)

Άγγλοι αντιπαθητικοί
Ένα ζευγάρι όμορφες γάμπες
Μέσα σ’ ένα βιαστικό λεωφορείο
Άλλος και φεύγουμε!
Λάμπες ασετιλίνης
Οι δρόμοι αδειάζουν
Κορμιά κολλημένα στους τοίχους
Λαχανιασμένοι ψίθυροι
(Νιώθουμε ξένοι
Νιώθουμε μόνοι πολύ μόνοι)

Ποιος θα μας σώσει
Ποιος θα μας ξεκουράσει
Κατά πού να γυρίσουμε
(Είμαστε νικημένοι
Και τόσες Κυριακές μπροστά μας)

Μάρκος Μέσκος: Ποιητής

Τελείωνε το ποίημα όταν πλησίασα.
(Ήταν αθάνατος ή όχι;)
Του μιλούσα κι αυτός έβλεπε πώς πίνουν νερό τα πουλιά
του μιλούσα κι αυτός έπαιρνε τη σάλπιγγα
να τραγουδήσει νεκρούς...
Του ’δειχνα τ’ άσπρα μου μαλλιά μ’ αυτός δε φοβόταν
τον θάνατο,
του ’λεγα να ’ρθει μαζί μου να γελάσει
να χορέψει ή να κλάψει κάτω απ’ τη θλιμμένη βροχή
μ’ αυτός βρήκε βάναυσα τα λόγια μου
κι έφυγε κρύβοντας την παρουσία του στο πλήθος
όπως το λαβωμένο ζώο στο δάσος.

Μάρκος Μέσκος: Αξιωματικός

Στο σκολειό, πολλές φορές η δασκάλα μάς ρωτούσε:

— Και τι θα γίνετε σα μεγαλώσετε, τι θα γίνετε
όταν σκορπίσετε από δω,
σαν γίνετε άντρες;

Kατέβαζα το κεφάλι κι έλεγα μέσα μου :
— Αξιωματικός πάνω στο άλογο, αξιωματικός!...

Μα τώρα που γνωρίζω τι σημαίνουν τα παράσημα,
τ’ αστέρια πάνω στις επωμίδες, τώρα που γνωρίζω
τι σημαίνουν οι γυαλισμένες μπότες, τι σημαίνουν
τα σπιρούνια και οι ματωμένες σάλπιγγες,
προτιμώ να ’μαι βοσκός με τα γελάδια
όλη μέρα, βρέχει, χιονίζει, στο δάσος...

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Γιώργος Ιωάννου - Σφραγίδα μοναξιάς

Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πιά
-να μη με βλέπουν, αυτοί πού τριγυρνούνε
με μια σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.

Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου
με το χαμόγελο της τελευταία συγκατάβασης.


Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη.

Γιώργος Ιωάννου - Κουρέλια

Κάθε φορά αποφασίζω να τούς ξεπληρώσω,
κουρέλια να τούς κάνω,
με χαμόγελα, με λόγια τρυφερά,
με καλοσύνη.

Πάντοτε με στριμώχνουν όμως·
με αναγκάζουνε ν’ απολογούμαι·
στο τέλος να καταδικάζομαι.

Αυτοί αντλούνε από κάπου εξουσία.


Γιώργος Ιωάννου - Εγκύκλιος μαθητεία

Σέρνω τη σιωπή, φέρνω την επιφύλαξη.
’Αλλιώς μιλούνε μεταξύ τους, αλλιώς χειρονομούν.
Μόλις ζυγώνω ύποπτη ευγένεια τούς σκεπάζει.

Κανένας δε μ’ αναγνωρίζει για δικό του.
'Ο ένας με υποπτεύεται για τ’ αλλουνού.

Βρίσκει σημάδια ανεξίτηλα επάνω μου,
κατάλοιπα τής εγκυκλίου μαθητείας.

Γιώργος Ιωάννου - Δεν έχει τέλος ό πνιγμός

Τίς νύχτες πού φυσάει ό βαρδάρης
και γέρνει το παράθυρο
κρύβεται στη γωνιά και ψιθυρίζει.
Γυρνούν τα δέντρα τότε μες στον άνεμο,
τα ζοφερά τοπία της αγάπης.
Οι ερωτήσεις πάντα ύστερα απ’ τη μόλυνση,
Η αγωνία πέρα από τις προθεσμίες.


Δεν έχει τέλος ο πνιγμός, αυτό το βύθισμα.

Γιώργος Ιωάννου - Με κυκλώνει απόψε

Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά·
θαρρώ πώς χάθηκα για πάντα.
Με ζώνει πάλι ό φόβος, με κυκλώνει.
Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου.
Το παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη.

Ποιος ξέρει τί κατάντησα και δεν το νιώθω.


Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.

Γιώργος Ιωάννου - Ίσως την αποπλύνει

Μη φοβάσαι πιά
την καλοκαιριάτικη βροχή
τίς νύχτες πού ξυπνάς
απ’ τον βαθύ των φύλλων ψίθυρο.
Κλείσε τα μάτια μόνο καλύτερα,
κι άνοιξε κείνη την καρδιά σου.

Ίσως την αποπλύνει ή καταιγίδα.

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Σταθμός Λιτοχώρου

Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου ή αρχή. Είναι το φέγγρισμα
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.

Δε θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό,
το πάθος πού ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα
                                           γίνεται πνευματική αγωνία,
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.

Όλα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.


Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Ερημικό

Απόψε χιόνισε πολύ
στην πολιτεία

Αγάπες και κρύσταλλα
χυμούν μες στη νύχτα

Που να γύρω το κεφάλι
ν’ ατενίσω τη σιωπή των δέντρων
ν’ αγαπήσω


Που να γύρω το κεφάλι

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Σ’ ακούω να έρχεσαι

Σ ’ ακούω να έρχεσαι

Φέρνεις τη μνήμη των άδειων ήμερων
μαλλιά πού δε δόθηκαν σέ προσφορά
χέρι πού δεν καταχτήθηκε

Μορφή θαμπή
τα μάτια μου βουρκώνουν
στο λαιμό μου χωνεύονται λυγμοί
πού δεν πήρανε σώμα


Τώρα βυθίζεσαι σέ κάθε μου ρωγμή

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Κι αν είσαι άνθρωπος

Κι αν είσαι άνθρωπος κι αν είσαι εργοστάσιο
κι αν είσαι μια ξανθή μοντέρνα πόλη

Είσαι για μένα κούραση το βράδι
μια μηχανή πού σώπασε
μια ετοιμόρροπη φωνή


Είσαι η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Μοναχός μου νυχτώνω

Βλέπω τη θάλασσα ν’ ανοίγεται για σένα
τρυφερέ περιηγητή του ουρανού
μες στις ακρογιαλιές μου πού κουρνιάζεις

Βλέπω στον ουρανό μια κατασκήνωση για σένα
οργανοπαίχτης μιας σβησμένης εποχής
πού ζωντανεύεις πάνω στην οθόνη
τη μνήμη μου ανάμεσα στα παιδικά σου χρόνια

Μονάχος μου νυχτώνω εδώ πέρα
τα ποιήματά μου έγιναν ατροφικά
μικρά στολίδια του βυθού πού σέ προσμένουν


Σπύρος Κατσίμης - Η Ζωγραφιά

Έμεινες όσο να τελειώσω
τη ζωγραφιά μου, αγαπημένη·
μπρος απ’ τη θάλασσα, τα ρόδα και τα στάχυα
με τα κόκκινα χείλη, τα ξανθά μαλλιά
και τα γαλάζια μάτια.

Και τώρα δεν υπάρχεις πιά,
γιατί ήσουν μόνον τής αγάπης
η θάλασσα, τα ρόδα και τα στάχυα
πού θέλησα να ζωγραφίσω.


Σπύρος Κατσίμης - Αφίλητη Χώρα

Για να σ’ αποκοιμίσω, άγγελε, μέσα μου
σ’ ενα γλυκόν, ατελεύτητον ύπνο,
την άγνωστη χώρα πού ενσωμάτωνες
τής έκστασης μου αντηχώντας τον ψίθυρο,
πήγα να τη φιλήσω.


Πήγα να τη φιλήσω, μα σύ, χαμογελώντας
έφυγες με την αφίλητη χώρα στ’ αφίλητα χείλη
με τ’ αφίλητα χείλη στην αφίλητη χώρα.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Τίτος Πατρίκιος - Μέτρημα του χρόνου


Όπως πλησιάζουν τα τσιγάρα μας τη νύχτα
κι από μια καύτρα χωρίζουν δυό
έτσι κι οι άνθρωποι συναντιούνται και χωρίζουν
από κρατητήριο σε κρατητήριο
από στρατόπεδο σε στρατόπεδο
από σκηνή σε σκηνή.
Σαν τα τζιτζίκια που όταν δε βρίσκουν δέντρα
σκαλώνουν στα τηλεγραφόξυλα
κι εμείς όπου βρεθούμε ριζώνουμε για λίγο
μετρώντας το χρόνο με τις βδομάδες, με τους μήνες
με τις εποχές.
Τώρα έχουμε όλοι ξύλινα καραβάκια
τα βάζουμε δίπλα στα βιβλία
τα στέλνουμε στους δικούς μας
αποχτήσαμε πιάτα και γυάλινα ποτήρια –
δεν έχουμε τίποτα, μας τα έκλεψαν όλα
έμεινε η λάσπη μες στο στόμα.
Είμαστε ντυμένοι ένα μαλακό δέρμα
που ξεσκίζεται εύκολα.
«Τη Βούλα έπρεπε να τη δεις στην Απελευθέρωση
τώρα έρεψε, η δουλειά, οι γέννες, τα τρεχάματα στο τμήμα.»
«Ο Γιώργης έβγαζε τα χαρτιά του για την Αμερική
όταν τον σκοτώσανε στη Χαλκίδα, πριν απ’ το δημοψήφισμα.»
«Ο Ντίνος τα κατάφερε, δηλαδή τι τα κατάφερε
τα μούντζωσε όλα, τώρα έχει πιαστεί γερά στον Καναδά.»
«Το πάτωμα βούλιαζε κάτω απ’ τον μπουφέ
κι εκείνη αγκομαχούσε να τον αλφαδιάσει.
Παράτα τον, της έλεγα, τζάμπα βασανίζεσαι.
Έτσι μια Κυριακή πρωί έσπασε το αγαλματάκι.»
«Ο καπνός από τα Λιπάσματα νύχτα μέρα
κρέμεται πάνω από τη γειτονιά, σε πνίγει,
χημικές ουσίες, που να φύγει αυτός ο βήχας.»
κι εδώ δε μένουμε άνεργοι, παλεύουμε για την επιβίωση
βάζουμε υπογραφές για την ειρήνη, στέλνουμε καταγγελίες
κρατάμε ένα χαράκωμα.
Όμως τα χρόνια δεν τα ζούμε, τα μετράμε,
τα σπρώχνουμε να φύγουν.

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Τόνια Μασουρίδου - Από τα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητας του Μόντρεαλ

     Κάθονται απέναντι μου με σκυμμένα τα κεφάλια στα τετράδια τους και γράφουν. Πότε – πότε σηκώνουν το χέρι δειλά και ρωτούν:
- Κυρία, τι θα πει εποικοδομητικό;
- Τι θα πει συντριβή και τι θα πει κατάνυξη;
Έξω το χιόνι πέφτει πυκνό. Το θερμόμετρο θα ‘χει κατέβει κάτω από τους – 15ο. Αυτή η μουντή συννεφιά κάνει το πρωινό να μοιάζει με σούρουπο. Και η παγωνιά απλώνεται πένθιμη σε τούτη την πλαστική συνοικία των μεταναστών. Τα σπίτια πανομοιότυπα, με άσπρα τουβλάκια, τετραγωνισμένα μπαλκόνια και μαύρα κάγκελα. Χωρίς να το θέλω μου ‘ρχονται στο νου αγγελτήρια θανάτου. Σα να ‘χει πεθάνει η χαρά της ζωής.
     Πόσο μακρινές φαντάζουν οι λαμπερές αλκυονίδες μέρες της Ελλάδας, τα πρώτα κλωνάρια ανθισμένης μυγδαλιάς, η γεμάτη ζωντάνια κίνηση των δρόμων. Μ’ επαναφέρουν στο χώρο οι επίμονες ερωτήσεις των παιδιών. Εδώ και ώρα προσπαθούν να γράψουν την περίληψη μιας σελίδας θρησκευτικών. Τα βιβλία του Ελληνικού Οργανισμού είναι γι’ αυτά πολύ δύσκολα. Αλλά σε τούτα τα σχολεία του Σαββάτου, τα σχολεία της συμπληρωματικής εκπαίδευσης, όπως τα λένε, τα βιβλία που στέλνονται κάθε χρόνο από την Ελλάδα για τα παιδιά των μεταναστών είναι τα βιβλία που διδάσκονται και στα ελληνικά σχολεία. Ακατανόητα γι’ αυτά τα κουρασμένα παιδιά, που όλη τη βδομάδα πηγαίνουν στο γαλλικό σχολείο γιατί έτσι τα υποχρεώνει ο νόμος, μεταξύ τους μιλούν αγγλικά γιατί τα βρίσκουν πιο εύκολα, και στο σπίτι ακούνε την «ελληνική γλώσσα» που έχουν φτιάξει οι Έλληνες της Αμερικής.
- Κυρία, σήμερα δε διάβασα, γιατί χθες μουβάρησε η θεία μου και πήγαμε και με το κάρο στη μαρκέτα με τον πατέρα μου για στέκια.
     Τ’ αγγλικά διασκευασμένα σ’ ελληνική διάλεκτο που την καταλαβαίνει μόνο το γκέτο των Ελλήνων. Ωστόσο οι γονείς επιμένουν να μάθουν τα παιδιά τους ελληνικά. Να γνωρίσουν τη χώρα και τον πολιτισμό των παππούδων τους. Έχουν εμπιστοσύνη στα «σαββατιανά» σχολεία. Προτού τα καταπιεί η χοάνη του αμερικάνικου ονείρου, λαχταρούν να καρφιτσώσουν σε μιαν άκρη της ψυχής τους μια κονκάρδα που να γράφει τη λέξη ΕΛΛΑΔΑ στα ελληνικά.
     Πιο πολύ συγκινούνται όταν βλέπουν τα παιδιά τους να μαθαίνουν ελληνικούς χορούς. Ο κυρ – Παναγιώτης από τη Ρούμελη, μάγειρας σαράντα χρόνια στο Μόντρεαλ, συνταξιούχος πια, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του όταν έβλεπε τον εγγονό του, ένα ροδομάγουλο αμερικανοποιημένο έφηβο, που ακούει στο όνομα Πήτ και παίζει μετά μανίας χόκεϋ, να χορεύει τσάμικο κρατώντας την ελληνική σημαία στο χέρι. Οι χοροί αξίζουν πάνω απ’ όλα για τους Έλληνες μετανάστες. Μπορεί ο Κοραής και ο Σεφέρης να ‘ναι ψιλά γράμματα στην ελληνική τους συνείδηση, αλλά ο λυγμός του κλαρίνου ξυπνά βασανιστικά τη νοσταλγία σε τούτη την κρύα ξένη χώρα. Ξαναζούν μέσα απ’ τις στροφές του καλαματιανού τα παλιά πανηγύρια των χωριών τους, ανασαίνουν θυμάρι και ελιά, δοκιμάζουν ζυμωτό ψωμί και κοκορέτσι. Και αχνά θυμούνται τη νεανική φωτογραφία τους της ελληνικής ταυτότητας. Εκείνης που κάπου παράπεσε εδώ και πολλά χρόνια ανάμεσα στον Ατλαντικό και τη φτώχεια.
     Η κυρά – Σταμάτα απ’ την Κυπαρισσία φωτογραφίζεται κάτω απ’ τον γυάλινο ουρανοξύστη με τα πολλά πατώματα. Στέλνει τη φωτογραφία στην αδελφή της στο χωριό, με ανορθόγραφη αφιέρωση. Το τσεμπέρι δεν το ‘βγαλε ούτε μια μέρα, χειμώνα – καλοκαίρι, δεκαετίες ολόκληρες στον Καναδά. Καθαρίστρια στο αγγλικό νοσοκομείο, καταλαβαίνει όλες κι όλες πέντε λέξεις «στα ξένα», όπως λέει. Δε γνωρίζει τίποτ’ άλλο εδώ, έξω απ’ τη διαδρομή δουλεία – σπίτι. Άντε και κάνα δύο εκκλησίες του Πάρκ Εξτένσιον, της φτωχογειτονιάς όπου ζουν οι περισσότεροι Έλληνες. Και το ελληνικό μπακαλικάκι με το καλό κεφαλοτύρι. Τα μουσεία του Μόντρεαλ δεν έχουν καμία θέση στο σκληρό αγώνα επιβίωσης της. Ούτε στο δικό της, ούτε στου άντρα της. Που κι εκείνος, γερασμένος τώρα πια, φοράει την τραγιάσκα του και ξεκουκίζει το κομπολόι του μαζί με δύο – τρείς ακόμα συγχωριανούς του σε μια γωνιά των αστραφτερών εμπορικών κέντρων. Τους βλέπεις ότι είναι ανένταχτοι εδώ. Πλάι τους, οι ντόπιοι περνούν αδιάφοροι, ολοκληρωτικά δοσμένοι στους υπολογιστές και την εφιαλτικά προγραμματισμένη απομόνωση τους, και αυτούς του αφήνουν απ’ έξω. Εκεί, στην άκρη της ζωής, που κάνει κρύο. Εκεί που αρχίζει και αναρωτιέσαι ποιος είσαι.
     «Κανάντιαν – Γκρήκ», απαντά η Λένα στην Α΄ Λυκείου, που επιμένει ότι το επίθετο της είναι Κοκκινόπουλος και όχι Κοκκινοπούλου. Που βάφει τα νύχια της μπλε για να ‘ναι μοντέρνα και φοράει δίσολα φτηνά παπούτσια από μαγαζί ευκαιρίας. «Κανάντιαν – Γκρήκ», συμφωνεί και η Γεωργία, που πηγαίνει με τη μάνα της στις αγρυπνίες της παλαιοημερολογίτικης εκκλησίας. Η μοναδική που ξέρει απ’ έξω πολύ καλά το «Πιστεύω» και επιμένει ότι αυτός ο Σωκράτης, του οποίου διαβάζουμε την Απολογία στην τάξη, ήταν δαιμονισμένος, έτσι της είπε ο πατέρας της. «σπουδαίος άνθρωπος, παιδί μου, αλλά είχε δαιμόνιο».
     Ο Θανάσης προθυμοποιείται να μαζέψει τις περιλήψεις. Ώρα να κάνουν λίγο φασαρία και ν’ αστειευτούν μεταξύ τους στ’ αγγλικά. Τους μαλώνω. «Όποιος μιλάει αγγλικά στο ελληνικό σχολείο θα έχει μια μονάδα κάτω στο βαθμό του». Και για να τραβήξω την προσοχή τους, πιάνω ένα απ’ τ’ αγαπημένα τους θέματα: Θαύματα Αγίων. Ότι ιστορίες ξέρω για τους Αγίους των Επτανήσων, τον Άγιο Ραφαήλ, τον Άγιο Χαράλαμπο, τις διηγούμαι διανθισμένες με λεπτομέρειες. Με κοιτούν με γουρλωμένα μάτια. Δε θέλουν να βγουν στο διάλειμμα, για ν’ ακούσουν τη συνέχεια της ιστορίας. Η Αμερική του φάστ φούντ και της τεχνολογίας έχει ανάγκη από την έκπληξη και το απρόοπτο. Τους διηγούμαι για τα φύκια της θάλασσας που τα βρίσκουν μπλεγμένα στα πόδια των αγίων, και τους ναυτικούς που βλέπουν οράματα στις τρικυμίες, για τις θαυματουργές εικόνες της Παναγίας. Από κει συνεχίζουμε με τον Παπαδιαμάντη και τον Κόντογλου, τους θρύλους για τις γοργόνες και τους ήρωες. Βλέπουμε εικόνες από ξωκλήσια, χωριά και μοναστήρια. Το Άγιον Όρος, τα Μετέωρα. Εντυπωσιάζονται. Τα περισσότερα παιδιά δεν έχουν πάει ποτέ στην Ελλάδα.
- Να μας πείτε κι άλλα κυρία. Αυτά μας αρέσουν, τα βιβλία δεν τα καταλαβαίνουμε.
     Ο Διονύσης είναι από τη Ζάκυνθο, συνονόματος του πολιούχου του νησιού. Γεννήθηκε εδώ, την Ελλάδα την ξέρει μόνο απ΄ τις διηγήσεις των γονιών του. Πηγαίνει όμως τις Κυριακές και βοηθάει τον παπά στην λειτουργία. Συνεπαρμένος απ’ τις ιστορίες για τον Άγιο Διονύσιο, σηκώνει το χέρι του:
- Κυρία, τώρα που θα πάτε στην Ελλάδα, μπορεί να συναντήσετε κανέναν Άγιο; Αν δείτε πάντως τον Άγιο της Ζακύνθου να του πείτε χαιρετισμούς απ’ τον Διονύση απ’ το Μόντρεαλ.
     Δεν αστειεύεται. Με κοιτά στα μάτια, σοβαρός, με την παιδική του αγνότητα. Θα θυμάται άραγε σε δεκαπέντε χρόνια καμιά από τις αιγαιοπελαγίτικες Παναγίες που είδε ετούτο το χιονισμένο πρωινό στο ελληνικό σχολείο;
     Η ώρα περνά. Λίγο προτού φύγουν, ξαναλέμε τα ποιήματα που έχουν για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου. Ο Γεράσιμος σηκώνεται και διαβάζει με δυσκολία απ’ το χαρτί:

                         Ξένε, που μόνο κι έρημος
                         σε ξένους τόπους τρέχεις,
                         πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου
                         και ποια πατρίδα έχεις;

     Έξω απ’ την ανοιχτή πόρτα τη τάξης βλέπω έναν άντρα και μία γυναίκα να περιμένουν. Κοιτούν με αγάπη τα παιδιά που μαζεύουν τα βιβλία τους. Με πλησιάζουν σιγά – σιγά συνεσταλμένοι. Απ’ το ντύσιμο και απ’ τα πρόσωπα τους φαίνονται μεροκαματιάρηδες μετανάστες. Ο άντρας μου απλώνει ένα χέρι σκληρό, ροζιασμένο απ’ τη δουλεία:
- Ο πατέρας του Γεράσιμου.
Η γυναίκα του προχωρά να με χαιρετίσει κι εκείνη:
- Χτες το βράδυ διαβάσαμε με το Γεράσιμο το ποίημα που του βάλατε.
Στο μυαλό μου καρφώθηκε ένας στίχος του:

                         Στη μακρινή πατρίδα μου
                         αφού κανείς πεθάνει,
                         έχει στο μνήμα του Σταυρό,
                         καντήλι και λιβάνι.

     Γύρισε και κοίταξε τον άντρα της λυπημένα: «Εδώ άμα πεθάνουμε, ποιος θα μας ανάβει το καντήλι;»
     Ξερόβηξα ένα για να μη δείξω τη συγκίνησή μου και τη χτύπησα φιλικά στην πλάτη.
     Έβγαλε ένα μακρύ κασκόλ απ’ την τσάντα της, τύλιξε με στοργή το λαιμό του παιδιού και φύγανε όλοι μαζί μέσα στο χιόνι, που εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό.

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Ορέστης Αλεξάκης: Notturno

Κάποιος έχει φύγει από το σπίτι
Κάποιος άλλος περπατάει στο δώμα
Νύχτα και δεν φάνηκεν ακόμα
Το παιδί που μπαίνει απ’ το φεγγίτη



Εμπνοές σαλεύουν τις κουρτίνες
Όνειρα κι αράχνες με μουδιάζουν
Τα φεγγάρια ασίγαστα κοάζουν
Γέμισε το δέρμα μου λειχήνες



Ίσκιοι τού ανυπόστατου επιστρέφουν
Κύλησαν νομίσματα στο χώμα
Νούφαρα σου σκέπασαν το σώμα
Δυο τρελοί απ’ το ξέφωτο μου γνέφουν



Σαν να ψάχνω κάποιο μονοπάτι
Σαν ν’ αναγνωρίζω τα σημάδια
Προχωρώ στ’ αδιάλυτα σκοτάδια
Μ’ ανοιχτό το μέσα μόνο μάτι



Κική Δημουλά: Συμπληγάδες συγκρίσεις

Περιμένω. Σε φουαγιέ θεάτρου.
'Ώσπου v' αρχίσει η παράσταση
βλέπω τι παίζεται πλαγίως
εντός ενυδρείου που διασκεδάζει
την αναμονή.


Τετράγωνο περίπου σάν κουτί
παπουτσιών στο νούμερο της υπερβολής. Σε γωνία σφηνωμένο για να γεύονται
διπλή ασφυξία οι τοίχοι.
Μικρά ψαράκια όσο το χρυσαφί του ήλιου
επάνω σε χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι τά κυνηγά.
Νάνος βυθός. Τον γαργαλάει εύκολα
με τα κοντά της δαχτυλάκια η επιφάνεια.


Συνθλίβεται η πλεύση συχνά
στις συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
εύρημα στεριανό.
Κάθε τόσο αγωγός κρυμμένος στέλνει
βίαιο αέρα φουρτουνιάζει κάπως η ανία
φύκια ξεμαλλιάζονται με πλαστικόν
ολοφυρμό. Για λίγο
καταποντίζεται η ορατότης. 'Ώσπου
μισοπνιγμένη την τραβάνε κατά πάνω
κάτι φυσαλίδες οξυγόνου μικρές
σαν καρφίτσας κεφαλάκι που βγαίνουν
από των ματιών μου τη λιγοστή φιάλη.


Τι λυπάσαι, χρυσόψαρα είναι
ούτε που γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.


Και μείς πόσο τάχα γνωρίσαμε;
Κι όμως το νοσταλγούμε αυτό το διόλου.


Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Ανέστης Ευαγγέλου – Ζωή

Γριά φτιασιδωμένη,

με κούφια δόντια,

βήχοντας και καπνίζοντας,

με χνώτα που βρωμούν,

πίνοντας αλκοόλ και βλαστημώντας,

άπιστη ερωμένη μου παλιά,

κακεντρεχής συντρόφισσα απ’ τα θύματα σου,

γριά φυματική μου πόρνη,

ξοφλημένη τώρα,

εγώ

σ’ αγαπώ.

Ανέστης Ευαγγέλου – Είναι πολλοί

Είναι πολλοί που ουρλιάζουνε τις νύχτες

κι άψογοι, την ημέρα, περιφέρονται ανάμεσα μας,

πολλοί μ’ έν’ αναμμένο σίδερο μες στο μυαλό

κόκκινο σίδερο κάτω απ’ το δέρμα.

Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου. Δεν είμαι μόνος.

Γιώργος Ιωάννου - Τα ηλιοτρόπια των Εβραίων

Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας
«λές να ‘ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι,
Κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες
Κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια.

Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ
στην αίθουσα αναμονής, το τραίνο
απ’ την Κρακόβια θα περιμένω.

Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατέβουν
ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια
«αργήσατε τόσο να μου γράψετε»
Θα κάνω δήθεν αδιάφορα.

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Οδυσσέας Ελύτης - Το ερημονήσι

Γεια σου Απρίλη γεια σου Μάρτη
και πικρή Σαρακοστή


Βάζω πλώρη και κατάρτι
και γυρεύω ένα νησί
που δε βρίσκεται στο χάρτη



Το κρατάνε στον αέρα


τέσσερα χρυσά πουλιά
Δε γνωρίζεις εκεί πέρα


ούτε κλέφτη ούτε φονιά
ούτε μάνα και πατέρα



Τα λουλούδια μεγαλώνουν
κάθε νύχτα τρεις οργιές


Τις ακρογιαλιές ισκιώνουν


και τα δέντρα στις πλαγιές
σαν καβούρια σκαρφαλώνουν



Μες στης ερημιάς τ' αγέρι


όλ' αγιάζουνε μεμιάς
Πιάνεις του Θεού το χέρι


και στα κύματα ακουμπάς


σαν αγριοπεριστέρι



Γεια σας έχτρες γεια σας μίση


και γινάτι καθενός
Άμα βρεις το ερημονήσι


όλα τ' άλλα είναι καπνός
Μια φορά να το 'χεις ζήσει.



Οδυσσέας Ελύτης - Το Δοξαστικό



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου


η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα



Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος


οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες
η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι της Γοργόνας
που κρατά το τρικάταρτο σαν να το σώζει


σαν να το κάνει τάμα στους ανέμους
σαν να λέει να τ' αφήσει και πάλι όχι



Ο μικρός ερωδιός της εκκλησίας
η εννιά το πρωί σαν περγαμόντο


ένα βότσαλο άπεφθο μέσα στο βάθος
τ' ουρανού του γλαυκού φυτείες και στέγες



ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο


που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται



Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας
οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια


οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι
και του μαύρου καπνού το κηρύκειο


Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια


ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι
το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου


του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι
στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει



Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι
μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο


ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους
η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κάμα που κλωσάει
στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια


τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα
ένα πέλαγος βράζοντας και δίχως τέλος



Οι δεκάξι νομάτοι που τραβούν την τράτα
ο ακάθιστος γλάρος ο αργοπλεύστης


οι φωνές οι αδέσποτες της ερημίας
ενός ίσκιου το πέρασμα μέσα στον τοίχο



ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο
τα νησιά με το σπόνδυλο κάποιανου Δία


τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια



Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα-φλόκο
Στον γαρμπή τ' αρμενίζοντας πόντζα - λαμπάντα


έως όλο το μάκρος τους τ' αφρισμένα
με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια


Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος
η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη
η Κως, η Ίος, η Σίκινος


ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι
αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει


σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι



Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι
ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει


το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες
και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει



Του κορμού του αρχαίου του δέντρου η Ήρα
ο δαφνώνας ο απέραντος ο φωτοφάγος


ένα σπίτι σαν άγκυρα κάτω στο βάθος
η Κυρα-Πηνελόπη με την ηλακάτη



Της αντίπερα όχθης των πουλιών ο βόσπορος
ένα κίτρο απ' όπου ο ουρανός εχύθηκε


η γλαυκή ακοή μισή κάτω απ' το πέλαγος
μακροσύσκιοι ψίθυροι νυμφών και σφένταμων



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη
των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης


ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ' αλώνια
ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε:



ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί



Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται



Χαίρε του Παραδείσου των βυθών η Αγρία
Χαίρε της ερημιάς των νησιών η Αγία



Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη



Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα



Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων
Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου



Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει
μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι


του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν
οι νεκροί άνθη της αύριον



Ο χωρίς δισταγμούς ένστικτος νόμος
ο σφυγμός ο ταχύς παίκτης του βίου


ο αιμάτινος θρόμβος ο σωσίας του ήλιου
κι ο κισσός ο άλτης των χειμώνων



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ρόπτρο - σκαραβαίος
το παράτολμο δόντι μες στο ψύχος του ήλιου


ο Απρίλης που ένιωσε ν' αλλάζει φύλο
της πηγής το μπουμπούκι ότι που ανοίγει



Το χειράμαξο γέρνοντας με το 'να πλάι
μια χρυσόμυγα που άναψε φωτιά στο μέλλον


του νερού η αόρατη αορτή που πάλλει
και γι' αυτό ζωντανή κρατά η γαρδένια



τα λουλούδια τα οικόσιτα της Νοσταλγίας
τα λουλούδια τα νήπια της βροχής που τρέμουν


τα μικρά και τετράποδα στο μονοπάτι
τ' αψηλά στους ήλιους και τα ρεμβοκίνητα



Τα σεμνά με την κόκκινη αρρεβώνα
τα κομπάζοντας έφιππα μες στους λειμώνες


τα σε καθαρό ουρανό εργασμένα
τα στοχαστικά και τα χιμαιροποίκιλτα


Το Κρίνο, το Τριαντάφυλλο, το Γιασεμί
ο Μενεξές, η Πασχαλιά, ο Υάκινθος


το Γιούλι, το Ζαμπάκι, το Αστρολούλουδο


ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το σύννεφο στη χλόη
στον βρεμένο αστράγαλο το φρτ της σαύρας


το βαθύ της Μνησαρέτης βλέμμα
που δεν είναι αρνιού και άφεση δίνει



Της καμπάνας ο άνεμος ο χρυσεγέρτης
ο ιππέας που πάει ν' αναληφτεί στη δύση


και ο άλλος ιππέας ο νοητός που πάει
της φθοράς τον καιρό ν' ανασκολοπίσει



Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία
γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι


το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει
της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει



Ένας κόμπος ψυχής κι ούτε πια λέξη
σαν παράθυρο άδειο η Αρετούσα


και ο έρωτας έλθοντ' εξ οράνω
πορφυρίαν περθέμενον χλάμυν



ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες


τα κορίτσια τ' Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ' απύθμενα



Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα
τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα


τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι
τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα


Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα
η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή


η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια


Των ψιθύρων η επώαση μες στα κοχύλια
μια χαμένη σαν όνειρο: η Αριγνώτα


ένα φως μακρινό που λέει: κοιμήσου
σαστισμένα φιλιά σαν πλήθος δέντρα



Το λιγάκι πουκάμισο που τρώει ο αέρας
το χνουδάκι το χλόινο πάνω στην κνήμη


του αιδοίου το μενεξεδένιο αλάτι
και το κρύο νερό της Πανσελήνου



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινό τραγούδι
ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι


τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη
ερειπιώνες του μέλλοντος και της αράχνης



Τα νυχτέρια τ' ατέλειωτα μέσα στα σπλάχνα
το ρολόι το άυπνο που δε φελάει


ένα μαύρο κρεβάτι που όλο πλέει
στα τραχιά τα παράλια του Γαλαξία



ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τα όρθια με το μαύρο πόδι
τα καράβια οι αίγες των Υπερβορείων


τα καράβια οι πεσσοί του Πολικού και του Ύπνου
τα καράβια οι Νικοθόες κι οι Εύαδνες



Τα γεμάτα βοριάδες και φουντούκι του Όρους
τα μυρίζοντας μούργα και χαρούπι αρχαίο


τα γραμμένα στη μάσκα τους καθώς οι Αγίοι
τα την ίδια στιγμή λοξά και ακίνητα


Η Αγγέλικα, ο Πολικός, οι Τρεις Ιεράρχαι
Ο Ατρόμητος, η Αλκυών, η Ναυκρατούσα


το Μαράκι, το Έχει ο Θεός, η Ευαγγελίστρια


ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κύμα που αγριεύει
και σηκώνεται πέντε οργιές επάνω


τα χυμένα μαλλιά στο όρνεο που γυρίζει
και χτυπιέται στα τζάμια με την καταιγίδα



Η Μαρίνα καθώς προτού να υπάρξει
με του σκύλου το καύκαλο και τα δαιμόνια


η Μαρίνα το κέρας της Σελήνης
η Μαρίνα ο χαλασμός του κόσμου



Τα μουράγια ξεσκέπαστα στη σοροκάδα
ο παπάς των νεφών που αλλάζει γνώμη


τα καημένα τα σπίτια που το ένα στο άλλο
ακουμπούνε γλυκά και αποκοιμιούνται



Της μικρής βροχής το λυπημένο πρόσωπο
η παρθένα ελιά το λόφο ανηφορίζοντας


ούτε μια φωνή στα κουρασμένα σύννεφα
της πολίχνης το σαλιγκαράκι που έσπασε



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρός και ο μόνος
ο από πριν χαμένος εσύ να 'σαι


Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι
στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι:



ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θάνατος και αυτός η Ζωή
Αυτός το Απρόβλεπτο και αυτός οι Θεσμοί



Αυτός η ευθεία του φυτού η το σώμα τέμνοντας
Αυτός η εστία του φακού η το πνεύμα καίγοντας



Αυτός η δίψα η μετά την κρήνη
Αυτός ο πόλεμος ο μετά την ειρήνη



Αυτός ο θεωρός των κυμάτων ο Ίων
Αυτός ο Πυγμαλίων πυρός και τεράτων



Αυτός η θρυαλλίδα που από τα χείλη ανάβει
Αυτός η αόρατη σήραγγα που υπερκερά τον Άδη



Αυτός ο Ληστής της ηδονής που δε σταυρώνεται
Αυτός ο Όφις που με τον Στάχυ ενώνεται



Αυτός το σκότος και αυτός η όμορφη αφροσύνη
Αυτός των όμβρων του φωτός η εαροσύνη



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γύρισμα του λύκου
στο ρύγχος του ανθρώπου και αυτό στου αγγέλου


τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος
το χάσμα του σεισμού που εγιόμισε άνθη



Το λιγάκι που αγγίζοντας αφήνει ο γλάρος
και φωτίζει τα βότσαλα σαν αθωότης


η γραμμή που χαράζεται μες στην ψυχή σου
και το πένθος μηνά του Παραδείσου



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασίας
αχερούσιο σάλπισμα και πύρινη ώχρα


το καιούμενο ποίημα και ηχείο θανάτου
οι δορύαιχμες λέξεις και αυτοκτόνες



Το ενδόμυχο φως που ασπρογαλιάζει
κατ' εικόνα και ομοίωση του απείρου


τα χωρίς εκμαγείο βουνά που βγάζουν
απαράλλαχτες όψεις του αιωνίου



ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οίηση των ερειπίων
τα βουνά τα βαρύθυμα τα μαστοφόρα


τα βουνά τα σαν ύφαλα μιας οπτασίας
τα κλεισμένα ολούθε και τα σαραντάπορα



Τα γεμάτα ψιλόβροχο σαν μοναστήρια
τα χωμένα στο πούσι των προβάτων


τα ήρεμα πηγαίνοντας καθώς βουκόλοι
με το μαύρο ζιμπούνι και με το πανωμάντιλο


Η Πίνδος, η Ροδόπη, ο Παρνασσός
ο Όλυμπος, ο Τυμφρηστός, ο Ταΰγετος
η Δίρφυς, ο Άθως, ο Αίνος


ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διάσελο που ανοίγει
αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη


μια φωνή που παράπεσε μες στην κοιλάδα
μια ηχώ που σαν βάλσαμο την ήπιε η μέρα



Των βοδιών η προσπάθεια που σέρνουν
τους βαριούς ελαιώνες προς τη δύση


ο καπνός ο ατάραχος που πάει
των ανθρώπων τα έργα να διαλύσει



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πέρασμα του λύχνου
το γεμάτο χαλάσματα και μαύρους ίσκιους


η σελίδα που γράφτηκε κάτω απ' το χώμα
το τραγούδι που είπε η Λυγερή στον Άδη



Τα ξυλόγλυπτα τέρατα πάνω στο τέμπλο
οι αρχαίες οι λεύκες οι ιχθυοφόρες


οι εράσμιες Κόρες με το πέτρινο χέρι
ο λαιμός της Ελένης ωσάν παραλία



Τ'ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δέντρα με την ευδοκία
η παρασημαντική ενός άλλου κόσμου


η παλιά δοξασία ότι πάντα υπάρχει
το πολύ σιμά και όμως αόρατο



Η σκιά που τα γέρνει με το πλάι στο χώμα
ένα κάτι του κίτρινου στη θύμηση τους


η αρχαία τους όρχηση πάνω απ' τους τάφους
η σοφία τους η αδιατίμητη


Η Ελιά, η Ροδιά, η Ροδακινιά
το Πεύκο, η Λεύκα, ο Πλάτανος
η Δρυς, η Οξιά, το Κυπαρίσσι


ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ
ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια


των παιδιών που κρατιούνται χέρι χέρι
των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται



Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια
ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη


το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη
και το μάλλινο έρημο μέσα στ' αγιάζι



Ο στυφός μες στα δόντια επίορκος δυόσμος
δύο χείλη που αδύνατο να στέρξουν - και όμως


το «αντίο» στα τσίνορα που λίγο λάμπει
και μετά ο για πάντοτε θολός κόσμος



Το αργό και βαρύ των καταιγίδων όργανο
στην καταστραμμένη του φωνή ο Ηράκλειτος


των φονιάδων η άλλη πλευρά η αθέατη
το μικρό «γιατί» που έμεινε αναπάντητο



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει


ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει
ποιο το «νυν» και ποιο το «αιέν» του κόσμου:



ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη
ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη



Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική
Αιέν αιέν ο λόγος και η Τρόπις η αστρική



Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο
Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο



Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία
Αιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία



Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα



Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός
Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός



Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Άνθρωπου
Νυν Νυν το μηδέν



και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!