Λoγια σαν τα χρονια
Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023
Τίτος Πατρίκιος - Φυλάκιο
Στο φυλάκιο της πύλης
έμεινε ανοιχτό το τάβλι
με το παιχνίδι ατέλειωτο.
Τόσον καιρό και δεν έδωσες μια χειραψία.
Μόνο ένα κλεφτό τσιγάρο
ή να μετράς και να ξαναμετράς τους μήνες.
Η αρχή, λέει, είναι να συνηθίσεις τ’ άρβυλα
και το ζεστό νερό μες στο κατακαλόκαιρο.
Και στις χακί κουβέρτες
δεν φαίνονται εύκολα οι λεκέδες.
Απέναντι κάτι σαν καφενείο
αυτοκίνητα γι’ απρόσιτες κατευθύνσεις.
«Κι εκείνος κεί
πήγε και παντρεύτηκε τώρα που απολύεται.»
Στο βάθος κάτι σαν πόλη.
Μες στις χακί στολές τίποτα δεν φαίνεται εύκολα.
Και να μετράς και να ξαναμετράς τα χρόνια.
Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021
Κωστής Μοσκώφ: Ο έρωτας δεν ήταν...
τρόμαξες∙
έμεινες μόνη στη σκοτεινή όχθη∙
- και εγώ
σε περιμένω από την εποχή του χαλκού.
Ποιος σήκωσε τα κύματα
και τους ανέμους;
Ποιος γέννησε την ιστορία
δίχως πρόσωπο;
Ποιος σε έριξε
ακόμα ζωντανή μες στους νεκρούς;
Έχω ανάψει την πυρά
να ζεστάνω
τον κόσμο όλο
με την αγάπη μας.
Πότε θα έρθεις;
Κωστής Μοσκώφ: Γδύσου το πουκάμισο των άστρων...
Γδύσου το πουκάμισο των άστρων∙
φόρεσε το θνητό δέρμα σου
να σε πλαγιάσω...
Κωστής Μοσκώφ: Ο έρωτας», είπες...
«αυτός μόνο καρφώνει έξω απ’ τον Καιρό
την Μνήμη»
- φτάνει στην Πάργα των τσιγγάνων,
φτάνει στην Παραμυθιά των ατίθασων
Τσάμηδων,
- φτάνει στους τσόγλανους του Σαββατόβραδου
στα Γιάννενα, στην λίμνη...
«Τα μάτια σου είναι δυο σύννεφα»
- δύο σύννεφα που δεν ξέρουν
πώς να γίνουνε βροχή...
Κωστής Μοσκώφ: Είμαι αυτός που αγαπάω...
και αυτός που αγαπάω
είναι εγώ»
- είπε ο Μανσούρ αλ Χαλάλ, και τον σταυρώσανε...
Περπατούσα στους δέκα γαλαξίες
ανάμεσα σε εμένα και σε Εμένα,
όταν με φώναξες «συ, εγώ»
- και ξάπλωσα στα πόδια σου επτά χιλιετίες...
Είμαι ο Γιαζί Αλ Μπισταμί,
ο Μαβλανά Τζαλλαλουντίν Ρουμί,
ο Ισσάκ της Νινευή,
- είμαι χιλιάδες
από το Στάλινγκραντ και την Καισαριανή,
το Κουτλουμούσι, την Μακρόνησο,
τη Μονή του Σταυρονικήτα
και τον τεκέ των Μπεκτασί δερβίσηδων
στις όχθες του Πηνειού, στο Χασάν Μπαμπά...
Κωστής Μοσκώφ: Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού...
τώρα
δεν με θυμάται πια κανένας
σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο, συ έρωτά μου,
ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα
χτες, για να ξεχάσω
ρούφηξα τον Αλιάκμονα, τον σφοδρό Βαρδάρη
- οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
μείναν ξεροί για χάρη σου.
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ’ αγαπώ.
Κλείτος Κύρου: Κραυγή δέκατη πέμπτη
Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού
Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πέθαιναν
Στα νοσοκομεία κραύγαζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες
Τρώγαν πικρό ψωμί κάπνιζαν εφημερίδες
Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ’ αυτή τη γη
Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν
Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε
Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη φωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμησή τους
Κλείτος Κύρου: Κυριακή απόγεμα
Καρέκλες και τραπέζια ξέχειλα από κόσμο
Μουσική χειροκροτήματα
Ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά
Τα παιδιά τρέχουν
Στη θάλασσα σέρνονται φώτα
Τραγούδια
(Σκέφτεσαι αμέσως Καρυωτάκη)
Στους δρόμους διαβαίνουν κορίτσια
Βραδιάζει
Οι εκδρομείς επιστρέφουν
Με λουλούδια
Με λιοκαμένα πρόσωπα
Χαρούμενοι
(Θλίβεσαι που έχασες μια Κυριακή)
Άγγλοι αντιπαθητικοί
Ένα ζευγάρι όμορφες γάμπες
Μέσα σ’ ένα βιαστικό λεωφορείο
Άλλος και φεύγουμε!
Λάμπες ασετιλίνης
Οι δρόμοι αδειάζουν
Κορμιά κολλημένα στους τοίχους
Λαχανιασμένοι ψίθυροι
(Νιώθουμε ξένοι
Νιώθουμε μόνοι πολύ μόνοι)
Ποιος θα μας σώσει
Ποιος θα μας ξεκουράσει
Κατά πού να γυρίσουμε
(Είμαστε νικημένοι
Και τόσες Κυριακές μπροστά μας)
Μάρκος Μέσκος: Ποιητής
(Ήταν αθάνατος ή όχι;)
Του μιλούσα κι αυτός έβλεπε πώς πίνουν νερό τα πουλιά
του μιλούσα κι αυτός έπαιρνε τη σάλπιγγα
να τραγουδήσει νεκρούς...
Του ’δειχνα τ’ άσπρα μου μαλλιά μ’ αυτός δε φοβόταν
τον θάνατο,
του ’λεγα να ’ρθει μαζί μου να γελάσει
να χορέψει ή να κλάψει κάτω απ’ τη θλιμμένη βροχή
μ’ αυτός βρήκε βάναυσα τα λόγια μου
κι έφυγε κρύβοντας την παρουσία του στο πλήθος
όπως το λαβωμένο ζώο στο δάσος.
Μάρκος Μέσκος: Αξιωματικός
— Και τι θα γίνετε σα μεγαλώσετε, τι θα γίνετε
όταν σκορπίσετε από δω,
σαν γίνετε άντρες;
Kατέβαζα το κεφάλι κι έλεγα μέσα μου :
— Αξιωματικός πάνω στο άλογο, αξιωματικός!...
Μα τώρα που γνωρίζω τι σημαίνουν τα παράσημα,
τ’ αστέρια πάνω στις επωμίδες, τώρα που γνωρίζω
τι σημαίνουν οι γυαλισμένες μπότες, τι σημαίνουν
τα σπιρούνια και οι ματωμένες σάλπιγγες,
προτιμώ να ’μαι βοσκός με τα γελάδια
όλη μέρα, βρέχει, χιονίζει, στο δάσος...
Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013
Γιώργος Ιωάννου - Σφραγίδα μοναξιάς
Γιώργος Ιωάννου - Κουρέλια
κουρέλια να τούς κάνω,
με χαμόγελα, με λόγια τρυφερά,
με καλοσύνη.
με αναγκάζουνε ν’ απολογούμαι·
στο τέλος να καταδικάζομαι.
Γιώργος Ιωάννου - Εγκύκλιος μαθητεία
Μόλις ζυγώνω ύποπτη ευγένεια τούς σκεπάζει.
κατάλοιπα τής εγκυκλίου μαθητείας.
Γιώργος Ιωάννου - Δεν έχει τέλος ό πνιγμός
και γέρνει το παράθυρο
κρύβεται στη γωνιά και ψιθυρίζει.
τα ζοφερά τοπία της αγάπης.
Γιώργος Ιωάννου - Με κυκλώνει απόψε
θαρρώ πώς χάθηκα για πάντα.
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.
Γιώργος Ιωάννου - Ίσως την αποπλύνει
κι άνοιξε κείνη την καρδιά σου.
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Σταθμός Λιτοχώρου
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Ερημικό
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Σ’ ακούω να έρχεσαι
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Κι αν είσαι άνθρωπος
κι αν είσαι μια ξανθή μοντέρνα πόλη
μια μηχανή πού σώπασε
μια ετοιμόρροπη φωνή
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Μοναχός μου νυχτώνω
οργανοπαίχτης μιας σβησμένης εποχής
πού ζωντανεύεις πάνω στην οθόνη
τη μνήμη μου ανάμεσα στα παιδικά σου χρόνια
Σπύρος Κατσίμης - Η Ζωγραφιά
γιατί ήσουν μόνον τής αγάπης
η θάλασσα, τα ρόδα και τα στάχυα
πού θέλησα να ζωγραφίσω.
Σπύρος Κατσίμης - Αφίλητη Χώρα
την άγνωστη χώρα πού ενσωμάτωνες
τής έκστασης μου αντηχώντας τον ψίθυρο,
πήγα να τη φιλήσω.
έφυγες με την αφίλητη χώρα στ’ αφίλητα χείλη
με τ’ αφίλητα χείλη στην αφίλητη χώρα.
Σάββατο 16 Μαρτίου 2013
Τίτος Πατρίκιος - Μέτρημα του χρόνου
Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013
Τόνια Μασουρίδου - Από τα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητας του Μόντρεαλ
Δευτέρα 9 Απριλίου 2012
Ορέστης Αλεξάκης: Notturno
Κάποιος άλλος περπατάει στο δώμα
Νύχτα και δεν φάνηκεν ακόμα
Το παιδί που μπαίνει απ’ το φεγγίτη
Εμπνοές σαλεύουν τις κουρτίνες
Όνειρα κι αράχνες με μουδιάζουν
Τα φεγγάρια ασίγαστα κοάζουν
Γέμισε το δέρμα μου λειχήνες
Ίσκιοι τού ανυπόστατου επιστρέφουν
Κύλησαν νομίσματα στο χώμα
Νούφαρα σου σκέπασαν το σώμα
Δυο τρελοί απ’ το ξέφωτο μου γνέφουν
Σαν να ψάχνω κάποιο μονοπάτι
Σαν ν’ αναγνωρίζω τα σημάδια
Προχωρώ στ’ αδιάλυτα σκοτάδια
Μ’ ανοιχτό το μέσα μόνο μάτι
Κική Δημουλά: Συμπληγάδες συγκρίσεις
'Ώσπου v' αρχίσει η παράσταση
βλέπω τι παίζεται πλαγίως
εντός ενυδρείου που διασκεδάζει
την αναμονή.
Τετράγωνο περίπου σάν κουτί
παπουτσιών στο νούμερο της υπερβολής.
διπλή ασφυξία οι τοίχοι.
Μικρά ψαράκια όσο το χρυσαφί του ήλιου
επάνω σε χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι τά κυνηγά.
Νάνος βυθός. Τον γαργαλάει εύκολα
με τα κοντά της δαχτυλάκια η επιφάνεια.
Συνθλίβεται η πλεύση συχνά
στις συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
εύρημα στεριανό.
Κάθε τόσο αγωγός κρυμμένος στέλνει
βίαιο αέρα φουρτουνιάζει κάπως η ανία
φύκια ξεμαλλιάζονται με πλαστικόν
ολοφυρμό. Για λίγο
καταποντίζεται η ορατότης. 'Ώσπου
μισοπνιγμένη την τραβάνε κατά πάνω
κάτι φυσαλίδες οξυγόνου μικρές
σαν καρφίτσας κεφαλάκι που βγαίνουν
από των ματιών μου τη λιγοστή φιάλη.
Τι λυπάσαι, χρυσόψαρα είναι
ούτε που γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.
Και μείς πόσο τάχα γνωρίσαμε;
Κι όμως το νοσταλγούμε αυτό το διόλου.
Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011
Ανέστης Ευαγγέλου – Ζωή
Γριά φτιασιδωμένη,
με κούφια δόντια,
βήχοντας και καπνίζοντας,
με χνώτα που βρωμούν,
πίνοντας αλκοόλ και βλαστημώντας,
άπιστη ερωμένη μου παλιά,
κακεντρεχής συντρόφισσα απ’ τα θύματα σου,
γριά φυματική μου πόρνη,
ξοφλημένη τώρα,
εγώ
σ’ αγαπώ.
Ανέστης Ευαγγέλου – Είναι πολλοί
Είναι πολλοί που ουρλιάζουνε τις νύχτες
κι άψογοι, την ημέρα, περιφέρονται ανάμεσα μας,
πολλοί μ’ έν’ αναμμένο σίδερο μες στο μυαλό
κόκκινο σίδερο κάτω απ’ το δέρμα.
Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου. Δεν είμαι μόνος.
Γιώργος Ιωάννου - Τα ηλιοτρόπια των Εβραίων
Κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες
Κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια.
απ’ την Κρακόβια θα περιμένω.
ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια
«αργήσατε τόσο να μου γράψετε»
Θα κάνω δήθεν αδιάφορα.
Πέμπτη 21 Απριλίου 2011
Οδυσσέας Ελύτης - Το ερημονήσι
Γεια σου Απρίλη γεια σου Μάρτη
και πικρή Σαρακοστή
Βάζω πλώρη και κατάρτι
και γυρεύω ένα νησί
που δε βρίσκεται στο χάρτη
Το κρατάνε στον αέρα
τέσσερα χρυσά πουλιά
Δε γνωρίζεις εκεί πέρα
ούτε κλέφτη ούτε φονιά
ούτε μάνα και πατέρα
Τα λουλούδια μεγαλώνουν
κάθε νύχτα τρεις οργιές
Τις ακρογιαλιές ισκιώνουν
και τα δέντρα στις πλαγιές
σαν καβούρια σκαρφαλώνουν
Μες στης ερημιάς τ' αγέρι
όλ' αγιάζουνε μεμιάς
Πιάνεις του Θεού το χέρι
και στα κύματα ακουμπάς
σαν αγριοπεριστέρι
Γεια σας έχτρες γεια σας μίση
και γινάτι καθενός
Άμα βρεις το ερημονήσι
όλα τ' άλλα είναι καπνός
Μια φορά να το 'χεις ζήσει.
Οδυσσέας Ελύτης - Το Δοξαστικό
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα
Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος
οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες
η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι της Γοργόνας
που κρατά το τρικάταρτο σαν να το σώζει
σαν να το κάνει τάμα στους ανέμους
σαν να λέει να τ' αφήσει και πάλι όχι
Ο μικρός ερωδιός της εκκλησίας
η εννιά το πρωί σαν περγαμόντο
ένα βότσαλο άπεφθο μέσα στο βάθος
τ' ουρανού του γλαυκού φυτείες και στέγες
ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται
Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας
οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια
οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι
και του μαύρου καπνού το κηρύκειο
Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι
το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου
του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι
στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει
Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι
μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο
ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους
η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κάμα που κλωσάει
στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια
τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα
ένα πέλαγος βράζοντας και δίχως τέλος
Οι δεκάξι νομάτοι που τραβούν την τράτα
ο ακάθιστος γλάρος ο αργοπλεύστης
οι φωνές οι αδέσποτες της ερημίας
ενός ίσκιου το πέρασμα μέσα στον τοίχο
ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο
τα νησιά με το σπόνδυλο κάποιανου Δία
τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια
Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα-φλόκο
Στον γαρμπή τ' αρμενίζοντας πόντζα - λαμπάντα
έως όλο το μάκρος τους τ' αφρισμένα
με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια
Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος
η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη
η Κως, η Ίος, η Σίκινος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι
αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι
Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι
ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει
το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες
και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει
Του κορμού του αρχαίου του δέντρου η Ήρα
ο δαφνώνας ο απέραντος ο φωτοφάγος
ένα σπίτι σαν άγκυρα κάτω στο βάθος
η Κυρα-Πηνελόπη με την ηλακάτη
Της αντίπερα όχθης των πουλιών ο βόσπορος
ένα κίτρο απ' όπου ο ουρανός εχύθηκε
η γλαυκή ακοή μισή κάτω απ' το πέλαγος
μακροσύσκιοι ψίθυροι νυμφών και σφένταμων
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη
των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης
ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ' αλώνια
ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε:
ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί
Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται
Χαίρε του Παραδείσου των βυθών η Αγρία
Χαίρε της ερημιάς των νησιών η Αγία
Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη
Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα
Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων
Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου
Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει
μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι
του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν
οι νεκροί άνθη της αύριον
Ο χωρίς δισταγμούς ένστικτος νόμος
ο σφυγμός ο ταχύς παίκτης του βίου
ο αιμάτινος θρόμβος ο σωσίας του ήλιου
κι ο κισσός ο άλτης των χειμώνων
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ρόπτρο - σκαραβαίος
το παράτολμο δόντι μες στο ψύχος του ήλιου
ο Απρίλης που ένιωσε ν' αλλάζει φύλο
της πηγής το μπουμπούκι ότι που ανοίγει
Το χειράμαξο γέρνοντας με το 'να πλάι
μια χρυσόμυγα που άναψε φωτιά στο μέλλον
του νερού η αόρατη αορτή που πάλλει
και γι' αυτό ζωντανή κρατά η γαρδένια
τα λουλούδια τα οικόσιτα της Νοσταλγίας
τα λουλούδια τα νήπια της βροχής που τρέμουν
τα μικρά και τετράποδα στο μονοπάτι
τ' αψηλά στους ήλιους και τα ρεμβοκίνητα
Τα σεμνά με την κόκκινη αρρεβώνα
τα κομπάζοντας έφιππα μες στους λειμώνες
τα σε καθαρό ουρανό εργασμένα
τα στοχαστικά και τα χιμαιροποίκιλτα
Το Κρίνο, το Τριαντάφυλλο, το Γιασεμί
ο Μενεξές, η Πασχαλιά, ο Υάκινθος
το Γιούλι, το Ζαμπάκι, το Αστρολούλουδο
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το σύννεφο στη χλόη
στον βρεμένο αστράγαλο το φρτ της σαύρας
το βαθύ της Μνησαρέτης βλέμμα
που δεν είναι αρνιού και άφεση δίνει
Της καμπάνας ο άνεμος ο χρυσεγέρτης
ο ιππέας που πάει ν' αναληφτεί στη δύση
και ο άλλος ιππέας ο νοητός που πάει
της φθοράς τον καιρό ν' ανασκολοπίσει
Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία
γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι
το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει
της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει
Ένας κόμπος ψυχής κι ούτε πια λέξη
σαν παράθυρο άδειο η Αρετούσα
και ο έρωτας έλθοντ' εξ οράνω
πορφυρίαν περθέμενον χλάμυν
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ' Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ' απύθμενα
Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα
τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα
τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι
τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα
Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα
η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή
η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια
Των ψιθύρων η επώαση μες στα κοχύλια
μια χαμένη σαν όνειρο: η Αριγνώτα
ένα φως μακρινό που λέει: κοιμήσου
σαστισμένα φιλιά σαν πλήθος δέντρα
Το λιγάκι πουκάμισο που τρώει ο αέρας
το χνουδάκι το χλόινο πάνω στην κνήμη
του αιδοίου το μενεξεδένιο αλάτι
και το κρύο νερό της Πανσελήνου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινό τραγούδι
ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι
τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη
ερειπιώνες του μέλλοντος και της αράχνης
Τα νυχτέρια τ' ατέλειωτα μέσα στα σπλάχνα
το ρολόι το άυπνο που δε φελάει
ένα μαύρο κρεβάτι που όλο πλέει
στα τραχιά τα παράλια του Γαλαξία
ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τα όρθια με το μαύρο πόδι
τα καράβια οι αίγες των Υπερβορείων
τα καράβια οι πεσσοί του Πολικού και του Ύπνου
τα καράβια οι Νικοθόες κι οι Εύαδνες
Τα γεμάτα βοριάδες και φουντούκι του Όρους
τα μυρίζοντας μούργα και χαρούπι αρχαίο
τα γραμμένα στη μάσκα τους καθώς οι Αγίοι
τα την ίδια στιγμή λοξά και ακίνητα
Η Αγγέλικα, ο Πολικός, οι Τρεις Ιεράρχαι
Ο Ατρόμητος, η Αλκυών, η Ναυκρατούσα
το Μαράκι, το Έχει ο Θεός, η Ευαγγελίστρια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κύμα που αγριεύει
και σηκώνεται πέντε οργιές επάνω
τα χυμένα μαλλιά στο όρνεο που γυρίζει
και χτυπιέται στα τζάμια με την καταιγίδα
Η Μαρίνα καθώς προτού να υπάρξει
με του σκύλου το καύκαλο και τα δαιμόνια
η Μαρίνα το κέρας της Σελήνης
η Μαρίνα ο χαλασμός του κόσμου
Τα μουράγια ξεσκέπαστα στη σοροκάδα
ο παπάς των νεφών που αλλάζει γνώμη
τα καημένα τα σπίτια που το ένα στο άλλο
ακουμπούνε γλυκά και αποκοιμιούνται
Της μικρής βροχής το λυπημένο πρόσωπο
η παρθένα ελιά το λόφο ανηφορίζοντας
ούτε μια φωνή στα κουρασμένα σύννεφα
της πολίχνης το σαλιγκαράκι που έσπασε
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρός και ο μόνος
ο από πριν χαμένος εσύ να 'σαι
Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι
στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι:
ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θάνατος και αυτός η Ζωή
Αυτός το Απρόβλεπτο και αυτός οι Θεσμοί
Αυτός η ευθεία του φυτού η το σώμα τέμνοντας
Αυτός η εστία του φακού η το πνεύμα καίγοντας
Αυτός η δίψα η μετά την κρήνη
Αυτός ο πόλεμος ο μετά την ειρήνη
Αυτός ο θεωρός των κυμάτων ο Ίων
Αυτός ο Πυγμαλίων πυρός και τεράτων
Αυτός η θρυαλλίδα που από τα χείλη ανάβει
Αυτός η αόρατη σήραγγα που υπερκερά τον Άδη
Αυτός ο Ληστής της ηδονής που δε σταυρώνεται
Αυτός ο Όφις που με τον Στάχυ ενώνεται
Αυτός το σκότος και αυτός η όμορφη αφροσύνη
Αυτός των όμβρων του φωτός η εαροσύνη
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γύρισμα του λύκου
στο ρύγχος του ανθρώπου και αυτό στου αγγέλου
τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος
το χάσμα του σεισμού που εγιόμισε άνθη
Το λιγάκι που αγγίζοντας αφήνει ο γλάρος
και φωτίζει τα βότσαλα σαν αθωότης
η γραμμή που χαράζεται μες στην ψυχή σου
και το πένθος μηνά του Παραδείσου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασίας
αχερούσιο σάλπισμα και πύρινη ώχρα
το καιούμενο ποίημα και ηχείο θανάτου
οι δορύαιχμες λέξεις και αυτοκτόνες
Το ενδόμυχο φως που ασπρογαλιάζει
κατ' εικόνα και ομοίωση του απείρου
τα χωρίς εκμαγείο βουνά που βγάζουν
απαράλλαχτες όψεις του αιωνίου
ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οίηση των ερειπίων
τα βουνά τα βαρύθυμα τα μαστοφόρα
τα βουνά τα σαν ύφαλα μιας οπτασίας
τα κλεισμένα ολούθε και τα σαραντάπορα
Τα γεμάτα ψιλόβροχο σαν μοναστήρια
τα χωμένα στο πούσι των προβάτων
τα ήρεμα πηγαίνοντας καθώς βουκόλοι
με το μαύρο ζιμπούνι και με το πανωμάντιλο
Η Πίνδος, η Ροδόπη, ο Παρνασσός
ο Όλυμπος, ο Τυμφρηστός, ο Ταΰγετος
η Δίρφυς, ο Άθως, ο Αίνος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διάσελο που ανοίγει
αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη
μια φωνή που παράπεσε μες στην κοιλάδα
μια ηχώ που σαν βάλσαμο την ήπιε η μέρα
Των βοδιών η προσπάθεια που σέρνουν
τους βαριούς ελαιώνες προς τη δύση
ο καπνός ο ατάραχος που πάει
των ανθρώπων τα έργα να διαλύσει
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πέρασμα του λύχνου
το γεμάτο χαλάσματα και μαύρους ίσκιους
η σελίδα που γράφτηκε κάτω απ' το χώμα
το τραγούδι που είπε η Λυγερή στον Άδη
Τα ξυλόγλυπτα τέρατα πάνω στο τέμπλο
οι αρχαίες οι λεύκες οι ιχθυοφόρες
οι εράσμιες Κόρες με το πέτρινο χέρι
ο λαιμός της Ελένης ωσάν παραλία
Τ'ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δέντρα με την ευδοκία
η παρασημαντική ενός άλλου κόσμου
η παλιά δοξασία ότι πάντα υπάρχει
το πολύ σιμά και όμως αόρατο
Η σκιά που τα γέρνει με το πλάι στο χώμα
ένα κάτι του κίτρινου στη θύμηση τους
η αρχαία τους όρχηση πάνω απ' τους τάφους
η σοφία τους η αδιατίμητη
Η Ελιά, η Ροδιά, η Ροδακινιά
το Πεύκο, η Λεύκα, ο Πλάτανος
η Δρυς, η Οξιά, το Κυπαρίσσι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ
ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια
των παιδιών που κρατιούνται χέρι χέρι
των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται
Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια
ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη
το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη
και το μάλλινο έρημο μέσα στ' αγιάζι
Ο στυφός μες στα δόντια επίορκος δυόσμος
δύο χείλη που αδύνατο να στέρξουν - και όμως
το «αντίο» στα τσίνορα που λίγο λάμπει
και μετά ο για πάντοτε θολός κόσμος
Το αργό και βαρύ των καταιγίδων όργανο
στην καταστραμμένη του φωνή ο Ηράκλειτος
των φονιάδων η άλλη πλευρά η αθέατη
το μικρό «γιατί» που έμεινε αναπάντητο
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει
ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει
ποιο το «νυν» και ποιο το «αιέν» του κόσμου:
ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη
ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη
Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική
Αιέν αιέν ο λόγος και η Τρόπις η αστρική
Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο
Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο
Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία
Αιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία
Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα
Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός
Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός
Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Άνθρωπου
Νυν Νυν το μηδέν
και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!