Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Πάμπλο Νερούδα - Σκύβω εκεί κάθε βράδυ

Σκύβω εκεί κάθε βράδυ

και αμολάω τα παραπονεμένα δίχτυα μου

στα ωκεάνια μάτια σου.


Εκεί απλώνεται και εκεί φουντώνει με φλόγες πανύψηλες

η μοναξιά μου, πέρα δώθε στον αέρα

υψώνοντας τα χέρια της σαν ναυαγός.


Ανάβω κόκκινες φρυκτωρίες

πάνω από τα εξόριστα μάτια σου

που σαν τα κύματα έρχονται της θάλασσας

και σκάνε στην ποδιά του φάρου.


Αγναντεύεις μοναχή τα ερέβη,

γυναίκα εσύ η αλαργινή και η πλησίον.

μες απ' το βλέμμα σου

ώρες ώρες αναδύεται ο μακρύς γιαλός του τρόμου.


Σκύβω εκεί κάθε βράδυ

και μαζεύω τα παραπονεμένα δίχτυα μου

από τη θάλασσα εκείνη

που κλυδωνίζει τα ωκεάνια μάτια σου.


Νυχτερινά πουλιά ραμφίζουνε τα πρώτα αστέρια

που λάμπουν εκεί απάνω

όπως λάμπει η ψυχή μου την ώρα που σ' αγαπάω.


Καλπάζει στη ράχη του μαύρου της κέλητα η νύχτα

και τσαλαπατάει τα στάχια τα γαλαζιανά στον κάμπο.

Κατερίνα Γώγου – Σ’ ένα κόκκινο μπαλόνι

Σε ενοχοποιούν

όχι τόσο οι πράξεις σου

σε ενοχοποιούν οι σκέψεις

οι σχέσεις σου

κάτι χαμόγελα που έσβησες

κάτι μαλακισμένες εικόνες που κουβαλάς

σχεδόν ηλιοβασίλεμα.

.

Σε ενοχοποιεί η αθωότητα σου

και αυτά που της χρωστάς.

Κάτι λάθη

και κάτι πάθη.

.

Και έτσι ζωγραφισμένος

σ’ ένα κόκκινο μπαλόνι που ανεβαίνει

σε μιλάει

ανεβαίνει πάνω απ’ την πόλη.

.

Εσύ Τζιμάκο, πήγες

θα ‘φαγες ραδίκια

αλλά τώρα κανείς σας δεν είναι…

Κόμπος πατέρα…

Κι εγώ βρούβες και βρούβες και βρούβες.

.

Και πάλι μάσησα

πως έχω εσάς

να μην κλαίω – και ούτε ΑΝΑ-σφάλειες.

.

Η Κατερίνα είμαι μωρέ.

.

........................................Που στην ευχή είσαστε; Που, ρε;

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Κική Δημουλά - Σας άφησα μήνυμα

Ἐμπρός ἐμπρός μὲ ἀκοῦτε; Ἐμπρός
ἀπὸ μακριὰ τηλεφωνῶ. Δὲν ἀκούγομαι
τί, ξεφορτίστηκε ἡ ἀπόσταση;
Ἀπὸ κινητὸ διάστημα μιλᾶτε;
Νὰ ξαναπατήσω τὸ μηδέν; Κι ἄλλο;
Μὲ ἀκοῦτε τώρα;
Ναὶ μου δίνετε σᾶς παρακαλῶ τὴ μαμά μου;
Τί ἀριθμὸ πῆρα; Τὸν οὐρανὸ
αὐτὸν μοῦ ἔχουν δώσει. Δὲν εἶναι κεῖ;
Μπορῶ νὰ τῆς οὐρλιάξω ἕνα μήνυμα;
Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη πεῖτε της
εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅτι πέθανε κι ἐγὼ
μικρὸ παιδὶ κατουρημένο γοερὰ
μούσκεμα ὁ φόβος ὡς ἀπάνω
κι ἀκόμα νὰ στεγνώσει.

Νὰ ῾ρθεῖ νὰ τὸν ἀλλάξει.

Ἂν δὲν μπορέσει, τῆς λέτε ἀκόμα ὅτι
ὡρίμασε ἐκείνη ἡ παλιὰ φοβέρα της
πὼς θὰ μὲ φάει ὁ γέρος ἂν δὲν τελειώσω
τὸ φαγητό μου.
Ὡρίμασε ἔγινα γεῦμα γήρατος.
Ὄχι σὲ ταβερνάκι ὀνείρου.
Σὲ κάποιο λαϊκὸ μαγέρικο ποὺ ἄνοιξε
ὁ καθρέφτης.