Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Κωστής Μοσκώφ: Ο έρωτας δεν ήταν...

Ο έρωτας δεν ήταν για μας γέφυρα∙
τρόμαξες∙
έμεινες μόνη στη σκοτεινή όχθη∙
- και εγώ
σε περιμένω από την εποχή του χαλκού.

Ποιος σήκωσε τα κύματα
και τους ανέμους;
Ποιος γέννησε την ιστορία
δίχως πρόσωπο;
Ποιος σε έριξε
ακόμα ζωντανή μες στους νεκρούς;

Έχω ανάψει την πυρά
να ζεστάνω
τον κόσμο όλο
με την αγάπη μας.

Πότε θα έρθεις;

Κωστής Μοσκώφ: Γδύσου το πουκάμισο των άστρων...

Γδύσου το πουκάμισο των άστρων∙
φόρεσε το θνητό δέρμα σου
να σε πλαγιάσω...

Κωστής Μοσκώφ: Ο έρωτας», είπες...

«Ο έρωτας», είπες,
«αυτός μόνο καρφώνει έξω απ’ τον Καιρό
την Μνήμη»
- φτάνει στην Πάργα των τσιγγάνων,
φτάνει στην Παραμυθιά των ατίθασων
Τσάμηδων,
- φτάνει στους τσόγλανους του Σαββατόβραδου
στα Γιάννενα, στην λίμνη...
«Τα μάτια σου είναι δυο σύννεφα»
- δύο σύννεφα που δεν ξέρουν
πώς να γίνουνε βροχή...

Κωστής Μοσκώφ: Είμαι αυτός που αγαπάω...

«Είμαι αυτός που αγαπάω
και αυτός που αγαπάω
είναι εγώ»
- είπε ο Μανσούρ αλ Χαλάλ, και τον σταυρώσανε...
Περπατούσα στους δέκα γαλαξίες
ανάμεσα σε εμένα και σε Εμένα,
όταν με φώναξες «συ, εγώ»
- και ξάπλωσα στα πόδια σου επτά χιλιετίες...
Είμαι ο Γιαζί Αλ Μπισταμί,
ο Μαβλανά Τζαλλαλουντίν Ρουμί,
ο Ισσάκ της Νινευή,
- είμαι χιλιάδες
από το Στάλινγκραντ και την Καισαριανή,
το Κουτλουμούσι, την Μακρόνησο,
τη Μονή του Σταυρονικήτα
και τον τεκέ των Μπεκτασί δερβίσηδων
στις όχθες του Πηνειού, στο Χασάν Μπαμπά...

Κωστής Μοσκώφ: Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού...

Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
τώρα
δεν με θυμάται πια κανένας
σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο, συ έρωτά μου,
ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα
χτες, για να ξεχάσω
ρούφηξα τον Αλιάκμονα, τον σφοδρό Βαρδάρη
- οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
μείναν ξεροί για χάρη σου.
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ’ αγαπώ.

Κλείτος Κύρου: Κραυγή δέκατη πέμπτη

Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ
Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού

Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πέθαιναν
Στα νοσοκομεία κραύγαζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες
Τρώγαν πικρό ψωμί κάπνιζαν εφημερίδες
Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ’ αυτή τη γη

Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν
Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε
Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη φωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμησή τους

Κλείτος Κύρου: Κυριακή απόγεμα

Παραθαλάσσιο κέντρο
Καρέκλες και τραπέζια ξέχειλα από κόσμο
Μουσική χειροκροτήματα
Ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά
Τα παιδιά τρέχουν
Στη θάλασσα σέρνονται φώτα
Τραγούδια
(Σκέφτεσαι αμέσως Καρυωτάκη)

Στους δρόμους διαβαίνουν κορίτσια
Βραδιάζει
Οι εκδρομείς επιστρέφουν
Με λουλούδια
Με λιοκαμένα πρόσωπα
Χαρούμενοι
(Θλίβεσαι που έχασες μια Κυριακή)

Άγγλοι αντιπαθητικοί
Ένα ζευγάρι όμορφες γάμπες
Μέσα σ’ ένα βιαστικό λεωφορείο
Άλλος και φεύγουμε!
Λάμπες ασετιλίνης
Οι δρόμοι αδειάζουν
Κορμιά κολλημένα στους τοίχους
Λαχανιασμένοι ψίθυροι
(Νιώθουμε ξένοι
Νιώθουμε μόνοι πολύ μόνοι)

Ποιος θα μας σώσει
Ποιος θα μας ξεκουράσει
Κατά πού να γυρίσουμε
(Είμαστε νικημένοι
Και τόσες Κυριακές μπροστά μας)

Μάρκος Μέσκος: Ποιητής

Τελείωνε το ποίημα όταν πλησίασα.
(Ήταν αθάνατος ή όχι;)
Του μιλούσα κι αυτός έβλεπε πώς πίνουν νερό τα πουλιά
του μιλούσα κι αυτός έπαιρνε τη σάλπιγγα
να τραγουδήσει νεκρούς...
Του ’δειχνα τ’ άσπρα μου μαλλιά μ’ αυτός δε φοβόταν
τον θάνατο,
του ’λεγα να ’ρθει μαζί μου να γελάσει
να χορέψει ή να κλάψει κάτω απ’ τη θλιμμένη βροχή
μ’ αυτός βρήκε βάναυσα τα λόγια μου
κι έφυγε κρύβοντας την παρουσία του στο πλήθος
όπως το λαβωμένο ζώο στο δάσος.

Μάρκος Μέσκος: Αξιωματικός

Στο σκολειό, πολλές φορές η δασκάλα μάς ρωτούσε:

— Και τι θα γίνετε σα μεγαλώσετε, τι θα γίνετε
όταν σκορπίσετε από δω,
σαν γίνετε άντρες;

Kατέβαζα το κεφάλι κι έλεγα μέσα μου :
— Αξιωματικός πάνω στο άλογο, αξιωματικός!...

Μα τώρα που γνωρίζω τι σημαίνουν τα παράσημα,
τ’ αστέρια πάνω στις επωμίδες, τώρα που γνωρίζω
τι σημαίνουν οι γυαλισμένες μπότες, τι σημαίνουν
τα σπιρούνια και οι ματωμένες σάλπιγγες,
προτιμώ να ’μαι βοσκός με τα γελάδια
όλη μέρα, βρέχει, χιονίζει, στο δάσος...