Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Γιώργος Ιωάννου - Σφραγίδα μοναξιάς

Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πιά
-να μη με βλέπουν, αυτοί πού τριγυρνούνε
με μια σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.

Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου
με το χαμόγελο της τελευταία συγκατάβασης.


Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη.

Γιώργος Ιωάννου - Κουρέλια

Κάθε φορά αποφασίζω να τούς ξεπληρώσω,
κουρέλια να τούς κάνω,
με χαμόγελα, με λόγια τρυφερά,
με καλοσύνη.

Πάντοτε με στριμώχνουν όμως·
με αναγκάζουνε ν’ απολογούμαι·
στο τέλος να καταδικάζομαι.

Αυτοί αντλούνε από κάπου εξουσία.


Γιώργος Ιωάννου - Εγκύκλιος μαθητεία

Σέρνω τη σιωπή, φέρνω την επιφύλαξη.
’Αλλιώς μιλούνε μεταξύ τους, αλλιώς χειρονομούν.
Μόλις ζυγώνω ύποπτη ευγένεια τούς σκεπάζει.

Κανένας δε μ’ αναγνωρίζει για δικό του.
'Ο ένας με υποπτεύεται για τ’ αλλουνού.

Βρίσκει σημάδια ανεξίτηλα επάνω μου,
κατάλοιπα τής εγκυκλίου μαθητείας.

Γιώργος Ιωάννου - Δεν έχει τέλος ό πνιγμός

Τίς νύχτες πού φυσάει ό βαρδάρης
και γέρνει το παράθυρο
κρύβεται στη γωνιά και ψιθυρίζει.
Γυρνούν τα δέντρα τότε μες στον άνεμο,
τα ζοφερά τοπία της αγάπης.
Οι ερωτήσεις πάντα ύστερα απ’ τη μόλυνση,
Η αγωνία πέρα από τις προθεσμίες.

Δεν έχει τέλος ο πνιγμός, αυτό το βύθισμα.

Γιώργος Ιωάννου - Με κυκλώνει απόψε

Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά·
θαρρώ πώς χάθηκα για πάντα.
Με ζώνει πάλι ό φόβος, με κυκλώνει.
Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου.
Το παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη.

Ποιος ξέρει τί κατάντησα και δεν το νιώθω.

Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.

Γιώργος Ιωάννου - Ίσως την αποπλύνει

Μη φοβάσαι πιά
την καλοκαιριάτικη βροχή
τίς νύχτες πού ξυπνάς
απ’ τον βαθύ των φύλλων ψίθυρο.
Κλείσε τα μάτια μόνο καλύτερα,
κι άνοιξε κείνη την καρδιά σου.

Ίσως την αποπλύνει ή καταιγίδα.

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Σταθμός Λιτοχώρου

Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου ή αρχή. Είναι το φέγγρισμα
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.

Δε θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό,
το πάθος πού ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα
                                           γίνεται πνευματική αγωνία,
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.

Όλα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.


Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Ερημικό

Απόψε χιόνισε πολύ
στην πολιτεία

Αγάπες και κρύσταλλα
χυμούν μες στη νύχτα

Που να γύρω το κεφάλι
ν’ ατενίσω τη σιωπή των δέντρων
ν’ αγαπήσω

Που να γύρω το κεφάλι

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Σ’ ακούω να έρχεσαι

Σ ’ ακούω να έρχεσαι

Φέρνεις τη μνήμη των άδειων ήμερων
μαλλιά πού δε δόθηκαν σέ προσφορά
χέρι πού δεν καταχτήθηκε

Μορφή θαμπή
τα μάτια μου βουρκώνουν
στο λαιμό μου χωνεύονται λυγμοί
πού δεν πήρανε σώμα

Τώρα βυθίζεσαι σέ κάθε μου ρωγμή

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Κι αν είσαι άνθρωπος

Κι αν είσαι άνθρωπος κι αν είσαι εργοστάσιο
κι αν είσαι μια ξανθή μοντέρνα πόλη

Είσαι για μένα κούραση το βράδι
μια μηχανή πού σώπασε
μια ετοιμόρροπη φωνή

Είσαι η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Μοναχός μου νυχτώνω

Βλέπω τη θάλασσα ν’ ανοίγεται για σένα
τρυφερέ περιηγητή του ουρανού
μες στις ακρογιαλιές μου πού κουρνιάζεις

Βλέπω στον ουρανό μια κατασκήνωση για σένα
οργανοπαίχτης μιας σβησμένης εποχής
πού ζωντανεύεις πάνω στην οθόνη
τη μνήμη μου ανάμεσα στα παιδικά σου χρόνια

Μονάχος μου νυχτώνω εδώ πέρα
τα ποιήματά μου έγιναν ατροφικά
μικρά στολίδια του βυθού πού σέ προσμένουν


Σπύρος Κατσίμης - Η Ζωγραφιά

Έμεινες όσο να τελειώσω
τη ζωγραφιά μου, αγαπημένη·
μπρος απ’ τη θάλασσα, τα ρόδα και τα στάχυα
με τα κόκκινα χείλη, τα ξανθά μαλλιά
και τα γαλάζια μάτια.

Και τώρα δεν υπάρχεις πιά,
γιατί ήσουν μόνον τής αγάπης
η θάλασσα, τα ρόδα και τα στάχυα
πού θέλησα να ζωγραφίσω.


Σπύρος Κατσίμης - Αφίλητη Χώρα

Για να σ’ αποκοιμίσω, άγγελε, μέσα μου
σ’ ενα γλυκόν, ατελεύτητον ύπνο,
την άγνωστη χώρα πού ενσωμάτωνες
τής έκστασης μου αντηχώντας τον ψίθυρο,
πήγα να τη φιλήσω.

Πήγα να τη φιλήσω, μα σύ, χαμογελώντας
έφυγες με την αφίλητη χώρα στ’ αφίλητα χείλη
με τ’ αφίλητα χείλη στην αφίλητη χώρα.