Γριά φτιασιδωμένη,
με κούφια δόντια,
βήχοντας και καπνίζοντας,
με χνώτα που βρωμούν,
πίνοντας αλκοόλ και βλαστημώντας,
άπιστη ερωμένη μου παλιά,
κακεντρεχής συντρόφισσα απ’ τα θύματα σου,
γριά φυματική μου πόρνη,
ξοφλημένη τώρα,
εγώ
σ’ αγαπώ.
Γριά φτιασιδωμένη,
με κούφια δόντια,
βήχοντας και καπνίζοντας,
με χνώτα που βρωμούν,
πίνοντας αλκοόλ και βλαστημώντας,
άπιστη ερωμένη μου παλιά,
κακεντρεχής συντρόφισσα απ’ τα θύματα σου,
γριά φυματική μου πόρνη,
ξοφλημένη τώρα,
εγώ
σ’ αγαπώ.
Είναι πολλοί που ουρλιάζουνε τις νύχτες
κι άψογοι, την ημέρα, περιφέρονται ανάμεσα μας,
πολλοί μ’ έν’ αναμμένο σίδερο μες στο μυαλό
κόκκινο σίδερο κάτω απ’ το δέρμα.
Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου. Δεν είμαι μόνος.